Με την απόφαση υπ’ αριθμ. 21995 της 3ης Σεπτεμβρίου 2019 το ΙΙΙ (Πολιτικό) Τμήμα του Ιταλικού Ακυρωτικού απέρριψε αμετάκλητα την ανακοπή της εταιρίας των Γερμανικών Σιδηροδρόμων (Deutsche Bahn AG), εναντίον των εκπροσώπων της μαρτυρικής κοινότητας του Διστόμου. Με την απόφασή του αυτή το τελικό Ακυρωτικό έδωσε, επί της ουσίας, στους Διστομίτες τη δυνατότητα να προβούν σε κατάσχεση γερμανικών περιουσιακών στοιχείων προς ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, όπως εκείνες αμετάκλητα κρίθηκαν στην Ελλάδα (ΠολΠρΛειβ. 137/1997, ΟλΑΠ 11/2000) κατόπιν δε αναγνωρίστηκαν και έλαβαν το απαραίτητο exequatur στην Ιταλία.
Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα ερωτήματα, το οποίο και τίθεται με επίταση, υπό το φως των ως άνω εξελίξεων αφορά τη νομική θέση της Ελληνικής Δημοκρατίας έναντι των αξιώσεων των ιδιωτών για επανόρθωση της ηθικής ή/και υλικής βλάβης από τα επίμαχα εγκλήματα θηριωδίας. Όπως είναι γνωστό, ήδη στα 1924 επί της Υπόθεσης Μαυρομμάτη (Ελλάδα κ./ Ην. Βασιλείου), το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης έκρινε ότι αποτελεί γενική αρχή του διεθνούς δικαίου και αναφαίρετο δικαίωμα εκάστου κυριάρχου κράτους να προστατεύσει τους υπηκόους του, αναλαμβάνοντας ακόμη και διεθνή διπλωματική ή δικαιοδοτική δραστηριότητα, εφόσον έχουν ζημιωθεί από τρίτο κράτος, κατά παράβαση των διεθνών κανόνων, αδυνατούν δε να επιτύχουν μόνοι τους την προσήκουσα επανόρθωση. Ο νομολογιακός αυτός κανόνας («αρχή Μαυρομμάτη») αντιμετωπίζεται, και όχι άδικα, ως ο θεμέλιος λίθος του δικαίου της διπλωματικής προστασίας.
Υπό τον όρο «διπλωματική προστασία» εννοούμε τον θεσμό εκείνον του διεθνούς δικαίου δια του οποίου ένα κράτος επικαλείται στο διεθνές πεδίο, είτε αναπτύσσοντας διπλωματική δραστηριότητα είτε επιστρατεύοντας άλλα μέσα ειρηνικής διευθέτησης, την ευθύνη ενός τρίτου κράτους ένεκα ζημιών που προκλήθηκαν από διεθνώς παράνομες πράξεις του δεύτερου έναντι ενός φυσικού ή νομικού προσώπου που έχει την ιθαγένεια του πρώτου, με σκοπό την εφαρμογή της ως ευθύνης και την παροχή επανόρθωσης (Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου/ΕΔΔ ΟΗΕ, Σχέδιο Άρθρων για τη Διπλωματική Προστασία [ΣΑΔΑ] 2006, Αρθρ. 1). Μέσα από τον θεσμό της διπλωματικής προστασίας, ένα κράτος δύναται να «αναλάβει» (espouse) τις επανορθωτικές αξιώσεις που διαφυλάττει εναντίον τρίτης πολιτείας ένας υπήκοός του, υπό τον όρο ότι οι αξιώσεις αυτές προέκυψαν από πράξη/παράλειψη που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς τη βλάβη του ιδιώτη και επιχειρήθηκε κατά παράβαση ενεστώσας διεθνούς υποχρέωσης. Ο δε ιδιώτης πρέπει να έχει, προηγούμενα, εξαντλήσει τα εσωτερικά (εντός του κράτους-προσβολέα) ένδικα βοηθήματα, εκτός αν ίσως τέτοια δεν υφίστανται ή εάν από την εν γένει στάση των δικαστικών αρχών του κράτους τούτου (λ.χ. κατά πάγια νομολογία) προκύπτει ότι η ανάλωση των εσωτερικών βοηθημάτων θα αποδεικνυόταν όλως ατελέσφορη. Περαιτέρω, ο θιγείς ιδιώτης πρέπει, κατά την αυστηρότερη τουλάχιστον θέση, να έχει την ενεργό/αποτελεσματική ιθαγένεια του κράτους που ασκεί τη διπλωματική προστασία. Αν και στη θεωρία συχνά αναφέρεται και η προϋπόθεση των «καθαρών χεριών» (clean hands, mains propres), δηλαδή της προηγούμενης ανεπίληπτης συμπεριφοράς του παθόντος ή/και του κράτους που ασκεί την προστασία, το εν λόγω στοιχείο αντιμετωπίζεται κατά περίπτωση άλλοτε ως προϋπόθεση παραδεκτού, άλλοτε ως ζήτημα ουσίας και άλλοτε ως λόγος περιστολής της ευθύνης του κράτους-προσβολέα.
H Ελληνική Πολιτεία, διαχρονικά, υπήρξε αρκετά φειδωλή στην άσκηση διπλωματικής προστασίας. Μολαταύτα, έχει παράξει με τη δράση της σημαντική διεθνή νομολογία που αποτελεί σημείο αναφοράς για την επιστήμη και πράξη του θεσμού. Ειδικότερα, στην Υπόθεση Μαυρομμάτη, η Ελλάδα επιχείρησε να προστατεύσει τα οικονομικά συμφέροντα του επενδυτή/παραχωρησιούχου Ε. Μαυρομμάτη, ο οποίος πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε αναλάβει, σε συμφωνία με την οθωμανική διοίκηση, την εκτέλεση σημαντικών έργων (ηλεκτροδότηση, δίκτυα τραμ, υποδομές) στη μετέπειτα τεθείσα υπό βρετανική εντολή Παλαιστίνη, η δε κατοπινή βρετανική διοίκηση επιθυμούσε να τον κηρύξει έκπτωτο. Η Ελλάδα κατ’ ενάσκηση προστασίας έφερε τελικά την υπόθεση στις αίθουσες του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης. Αντίστοιχα, μερικές δεκαετίες αργότερα, η ελληνική κυβέρνηση ανέλαβε και πάλι, ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης και εναντίον του Ην. Βασιλείου, αξιώσεις ιδιώτη της, ο οποίος ζημιώθηκε λόγω μη έγκαιρης κατασκευής εκ μέρους τoυ βρετανικού Υπουργείου Ναυτιλίας των ατμοπλοίων που είχε παραγγείλει (βλ. Υποθ. Αμπατιέλου 1952).
Ήδη βάσει των ανωτέρω, καθίσταται προφανές ότι η περίπτωση των θυμάτων και απογόνων αυτών που στοχεύθηκαν με διεθνή ποινικά αδικήματα κατά τη διάρκεια της Τριπλής Κατοχής (1941-1944) και εγείρουν εδώ και δεκαετίες ένδικα τις επίμαχες αξιώσεις επανόρθωσης έναντι της Γερμανίας παρίσταται τόσο δικαιοπολιτικά όσο και εξ αντικειμένου πολύ σοβαρότερη εν συγκρίσει προς όσες κινητοποίησαν κατά το παρελθόν τη δραστηριότητα της Ελλάδας κατ’ ενάσκηση διπλωματικής προστασίας. Στο σημείο αυτό, λοιπόν, εύλογα ανακύπτει το ερώτημα εάν οι αξιώσεις των θυματοποιημένων κοινοτήτων είναι δεκτικές διπλωματικής προστασίας, ήτοι εάν πληρούνται οι κατά το διεθνές δίκαιο προϋποθέσεις ενεργοποίησης του θεσμού.
Χωρίς να υπεισέλθει κανείς στην ουσία των αξιώσεων, είναι πρόδηλο ότι εκείνες ανήκουν σε πολίτες της Ελληνικής Δημοκρατίας, που είτε οι ίδιοι, είτε οι δικαιοπάροχοί τους, επλήγησαν δυνάμει ενεργειών/παραλείψεων των ενόπλων δυνάμεων του Γ’ Ράιχ και των παραστρατιωτικών ομάδων που λειτουργούσαν υπό των αποτελεσματικό του έλεγχο. Τα επίμαχα εγκλήματα τελέστηκαν κατά παράβαση των πρωτογενών κανόνων του Δικαίου των Ενόπλων Συρράξεων, ιδίως των Κανονισμοί που προσαρτήθηκαν στην ΙΙ Σύμβαση της Χάγης του 1899 και την IV Σύμβαση της Χάγης του 1907 «περί των νόμων και των εθίμων του κατά ξηρά πολέμου», αλλά και του εθιμικού δικαίου προστασίας των αμάχων και των κατεχομένων πληθυσμών. Αναφορικά δε με την προϋπόθεση των «καθαρών χεριών», η ίδια η γερμανική νομολογία (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Υποθ. Σφαγής Διστόμου 2003) έχει συνομολογήσει ότι οι όποιες ένοπλες αντιπαραθέσεις μεταξύ των στρατευμάτων κατοχής και των ανταρτών σε καμία των περιπτώσεων δε δικαιολογούν την επιχείρηση εκτεταμένων ενόπλων αντιποίνων εναντίον του άμαχου πληθυσμού.
Από την άλλη, η ως άνω γερμανική απόφαση, εμπεδώνοντας το νομολογιακό πλέγμα που δομήθηκε στη βάση της απόφασης του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου (BVerfGE 94, 315 1996), υιοθετεί την άποψη ότι η παραβίαση των Κανονισμών της Χάγης δεν μπορεί να θεμελιώσει αποζημιωτικές αξιώσεις ιδιωτών, αλλά μόνον κρατικές αξιώσεις επανόρθωσης. Επομένως, καθίσταται σαφές ότι –παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες των ενδιαφερομένων– η γερμανική δικαιοσύνη ερμηνεύει με τέτοιον τρόπο το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο, ώστε να μην αποτελεσματικά ένδικα βοηθήματα προς εξάντληση.
Εφόσον, λοιπόν, συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την άσκηση διπλωματικής προστασίας, λογικά εγείρεται προβληματισμός σχετικά με την αδράνεια των ελληνικών κυβερνήσεων. Μια διαχρονικά προφανής απάντηση θα εδραζόταν στην έλλειψη πολιτικής βούλησης ενόψει της ανισορροπίας διεθνούς ισχύος των δύο άμεσα εμπλεκομένων κρατικών δρώντων. Ωστόσο, η απάντηση αυτή τείνει, τουλάχιστον στο νομικό παρόν, να παραγνωρίζει τα γεγονότα που έλαβαν χώρα μεταξύ των ετών 2016-2019 στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, μετά την υιοθέτηση (κατά πλειοψηφία) του Πορίσματος της Διακομματικής Επιτροπής για τις Γερμανικές Οφειλές (27/7/2016), ακολούθησε η υιοθέτηση σχετικού ψηφίσματος της ολομέλειας της Βουλής (17/4/2019) των Ελλήνων, με το οποίο εκλήθη η ελληνική κυβέρνηση –κατ’ εφαρμογή των πορισμάτων της Έκθεσης της Διακομματικής– να εγείρει το ζήτημα στο διμερές επίπεδο, εκκινώντας ουσιαστικά τη διαδικασία διαπραγμάτευσης.
Πράγματι, η ελληνική κυβέρνηση, σε εκπλήρωση των προτροπών του νομοθετικού, προέβη την 4η Ιουνίου 2019 στην απεύθυνση ρηματικής διακοίνωσης προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Μάλιστα, στο σώμα της ως άνω μονομερούς δικαιοπραξίας (σελ. 2, στοιχ. 2β) μνημονεύεται ότι η Ελληνική Πολιτεία συγκαταλέγει μεταξύ των αξιώσεών της και τις απαιτήσεις αποζημίωσης των θυμάτων και απογόνων θυμάτων εγκλημάτων γερμανικής θηριωδίας. Η δήλωση αυτή δεν στερείται νομικών αποτελεσμάτων, αν και χρήζει περαιτέρω ανάλυσης. Ειδικότερα, όπως αναφέρθηκε, η διπλωματική προστασία μπορεί να ασκηθεί είτε μέσω διπλωματικής δραστηριότητας (διαπραγμάτευση) είτε κατόπιν προσφυγής σε άλλες μορφές ειρηνικής διευθέτησης διεθνούς διαφοράς (λ.χ. έρευνα, μεσολάβηση, συνδιαλλαγή, διαιτησία, δικαστικός διακανονισμός). Εξάλλου, σύμφωνα με την άποψη της ΕΔΔ, όπως εκφράστηκε στα ερμηνευτικά της σχόλια επί του ΣΑΔΑ (Αρθρ. 1), δεν συνιστούν μορφές παραδεκτής άσκησης διπλωματικής προστασίας διαβήματα και λοιπές διπλωματικές ενέργειες που δεν ενέχουν το στοιχείο της επίκλησης της νομικής ευθύνης του κράτους-προσβολέα, όπως λ.χ. τα ανεπίσημα αιτήματα διορθωτικής δράσης.
Στην περίπτωση που μας αφορά, η ελληνική κυβέρνηση διατύπωσε με τον πλέον επίσημο και πανηγυρικό τρόπο το αίτημα επανόρθωσης, παρουσιάζοντας τις αξιώσεις των ιδιωτών ως ίδιες απαιτήσεις και επισημαίνοντας ότι οι αξιώσεις αυτές αντιστοιχούν σε ανάλογες υποχρεώσεις της Γερμανίας. Επομένως, prima facie η ρηματική διακοίνωση φαίνεται να πληροί τους όρους του Αρθρ. 1 ΣΑΔΑ. Ένα προβληματικό σημείο, βέβαια, είναι ότι η εν λόγω διακοίνωση επεκτείνει την «υιοθέτηση» (espousal) των ιδιωτικών απαιτήσεων ad incertam personam, δηλαδή σε απροσδιόριστο αριθμό προσώπων-δικαιούχων. Ωστόσο, η αοριστία αυτή θα μπορούσε να θεραπευτεί σ’ έναν βαθμό, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις η ταυτότητα των δικαιούχων προκύπτει από δημόσια έγγραφα (δικαστικές αποφάσεις, διοικητικές πράξεις, πορίσματα και εκθέσεις δημοσίων υπηρεσιών). Ακόμη όμως και για τις περιπτώσεις που δεν καλύπτονται μέσω δημοσίων αποδεικτικών στοιχείων, η άσκηση προστασίας πρέπει να θεωρηθεί επιτρεπτή. Τούτο δε διότι δεν πρέπει να παραγνωρίζονται οι ιδιαίτερες συνθήκες που δημιούργησαν την ιστορική βάση των ως άνω αξιώσεων, δηλαδή οι συνθήκες μαζικής θηριωδίας, συλλογικής θυματοποίησης και ομαδικής στόχευσης κοινοτήτων αμάχων.
Τούτων δοθέντων, είναι λίαν πιθανό η όποια αοριστία της ελληνικής διακήρυξης να καθίσταται, τουλάχιστον, συγγνωστή. Άλλωστε, στο αντίποδα, έχει γίνει δεκτό ότι το ένα κράτος εγκύρως παραιτείται από αξιώσεις επανόρθωσης των υπηκόων του που προέκυψαν από περιστατικά μαζικής στόχευσης, χωρίς η ταυτότητα των καθ’ ων η παραίτηση προσώπων να είναι εξ υπαρχής γνωστή. Πρόκειται για τη ρήτρα παραίτησης του Αρθρ. 19(α) της Συνθήκης Ειρήνης με την Ιαπωνία του 1951, που αποτέλεσε τη δικαιολογητική βάση προσφυγής των κατοίκων της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι εναντίον της Ιαπωνίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, καθώς είχαν χάσει το δικαίωμα εναγωγής του κράτους-προσβολέα [Υποθ. Shimoda κλπ. 1963].
Ενόψει των ανωτέρω μπορούμε με σχετική ασφάλεια να συμπεράνουμε ότι η Ελληνική Πολιτεία έχει ασκήσει διπλωματική προστασία από και δια της ρηματικής διακοίνωσης της 4ης Ιουνίου 2019 υπέρ των πολιτών της – δικαιούχων αποζημιωτικών αξιώσεων για πράξεις θηριωδίας που τέλεσαν οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Άμεση συνέπεια της ως άνω ενέργειας είναι η απόσυρση των απαιτήσεων αυτών από το πεδίο των ιδιωτικών διαφορών και η αναβάθμισή τους, ήτοι η αναγωγή τους στο διεθνές πεδίο, και εντεύθεν η τροπή τους σε διακρατικές αξιώσεις υποκείμενες στη ρύθμιση του διεθνούς δικαίου. Επομένως, σε αντίθεση με τα όσα ίσχυσαν προ της ρηματικής διακοίνωσης, η ελληνική κυβέρνηση, βάσει της αρχής της συνέχειας του κράτους, δεσμεύεται πλέον όχι μόνον να διεκδικήσει την ικανοποίηση των επίμαχων απαιτήσεων, αλλά και να αναλάβει διεθνή πολιτική και δικαιοδοτική δραστηριότητα, τερματίζοντας την υπέρμετρη δικονομική και οικονομική επιβάρυνση των δικαιούχων που επισπεύδουν μέχρι σήμερα οι ίδιοι τις ένδικες διαδικασίες.
Συνοψίζοντας, η Ελληνική Δημοκρατία μέσω μονομερούς διεθνούς δικαιοπραξίας (ρηματικής διακοίνωσης) φαίνεται να έχει ασκήσει διπλωματική προστασία υπέρ των θυματοποιημένων κοινοτήτων, χωρίς να εξειδικεύεται απόλυτα η ταυτότητα των υπέρ ων η προστασία. Στο κείμενο της ρηματικής διακοίνωσης, αν και δεν γίνεται πανηγυρικά επίκληση του θεσμού, οι ιδιωτικές αποζημιωτικές αξιώσεις παρουσιάζονται εξ ιδίου δικαίου ως απαιτήσεις της ελληνικής πλευράς, χωρίς περαιτέρω διακρίσεις, παρατιθέμενες αμέσως μετά τις απαιτήσεις διακρατικών επανορθώσεων. Συνεπώς, είναι πλέον το ίδιο το ελληνικό κράτος –και όχι οι επιμέρους δικαιούχοι– εκείνο που φέρει το βάρος της διεκδίκησης και ικανοποίησης των ως άνω απαιτήσεων. Είναι, λοιπόν, αναγκαίο οι Έλληνες ιθύνοντες να αντιληφθούν τις συνέπειες που συνεπάγεται η ρηματική διακοίνωση και τις εντεύθεν υποχρεώσεις που δι’ αυτής ανέλαβε η Ελληνική Πολιτεία έναντι των θυμάτων και να δράσουν αναλόγως. Σε διαφορετική περίπτωση, ο αγώνας των μαρτυρικών κοινοτήτων, των θυμάτων, των απογόνων τους και των συσσωματώσεών τους για την οριστική δικαίωση κινδυνεύει να προσπέσει σ’ ένα ακόμη εμπόδιο, εκείνο της έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης των δικαιούχων λόγω της ασκηθείσας διπλωματικής προστασίας.